Σικύωνος

Σικύωνος
Σικύωνος
name of a stone used in ritual
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σικύωνος — ὁ, Α ονομασία λίθου που προερχόταν από περιοχή τής Αρμενίας κοντά στον ποταμό Αράξη και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε δεισιδαιμονικές τελετές …   Dictionary of Greek

  • Σικυῶνος — Σικυών cucumber bed fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικυῶνος — σικυών cucumber bed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορίνθου, Σικυώνος, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Κόρινθο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 165 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 166 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί οι αρχιερατικές επιτροπείες Κορίνθου, Σικυώνος, Βόχας,… …   Dictionary of Greek

  • PHLIAS — Argonauta, Bacchi filius. Val. Flac. l. 1. Argonaut. v. 411. Et quem fama genus non est mentita Lyaei Phlias, immissus patrios de vertice crines. Apollonius l. 1. Φλέιας δ᾿ αὖτ᾿ ἐπὶ τοῖσιν Α᾿ραιθυρέηθεν ἵκανεν. Ubi Schol. Πόλις Πελοποννήσου ἠ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SICYON — I. SICYON inter vetustos Sicyoniorum Reges XIX. vulgo ponitur, urbique nomen dedisse traditur, sed praeter Historiae fidem, uti mox videbimus. II. SICYON locus Africae, ubi Crathis fluv. in Oceanum exit, et electrum nascitur. Plin. l. 19. c. 8.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… …   Dictionary of Greek

  • δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”